Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρυτήμετρο τα βαρυτήμετρα
      γενική του βαρυτήμετρου των βαρυτήμετρων
    αιτιατική το βαρυτήμετρο τα βαρυτήμετρα
     κλητική βαρυτήμετρο βαρυτήμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βαρυτήμετρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρυτήμετρο < βαρύτητα + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gravimeter)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρυτήμετρο θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία