βαρυστομαχιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρυστομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαρυστομαχιάζω
Μετοχή επεξεργασία
βαρυστομαχιασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαρυστομαχιασμένος
|
βαρυστομαχιασμένος
|