Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βακτηριοφάγος το βακτηριοφάγο
      γενική του/της βακτηριοφάγου του βακτηριοφάγου
    αιτιατική τον/τη βακτηριοφάγο το βακτηριοφάγο
     κλητική βακτηριοφάγε βακτηριοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βακτηριοφάγοι τα βακτηριοφάγα
      γενική των βακτηριοφάγων των βακτηριοφάγων
    αιτιατική τους/τις βακτηριοφάγους τα βακτηριοφάγα
     κλητική βακτηριοφάγοι βακτηριοφάγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακτηριοφάγος < βακτήρι(ο) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

βακτηριοφάγος, -ος, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία