↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
βακτηριοκτόνος |
η |
βακτηριοκτόνα & βακτηριοκτόνος |
το |
βακτηριοκτόνο |
γενική |
του |
βακτηριοκτόνου |
της |
βακτηριοκτόνας & βακτηριοκτόνου |
του |
βακτηριοκτόνου |
αιτιατική |
τον |
βακτηριοκτόνο |
τη |
βακτηριοκτόνα & βακτηριοκτόνο |
το |
βακτηριοκτόνο |
κλητική |
|
βακτηριοκτόνε |
|
βακτηριοκτόνα & βακτηριοκτόνε |
|
βακτηριοκτόνο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
βακτηριοκτόνοι |
οι |
βακτηριοκτόνες & βακτηριοκτόνοι |
τα |
βακτηριοκτόνα |
γενική |
των |
βακτηριοκτόνων |
των |
βακτηριοκτόνων |
των |
βακτηριοκτόνων |
αιτιατική |
τους |
βακτηριοκτόνους |
τις |
βακτηριοκτόνες & βακτηριοκτόνους |
τα |
βακτηριοκτόνα |
κλητική |
|
βακτηριοκτόνοι |
|
βακτηριοκτόνες & βακτηριοκτόνοι |
|
βακτηριοκτόνα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |