βαθύτομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈθi.to.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θύ‐το‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύτομος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) που έχει βαθιά τομή
- ※ ἐκεῖ ὅπου εἰσέτι χαίνει πληγή βαθύτομος, τὴν ὁποίαν ἤνοιξαν εἰς τὰ πατριωτικὰ στήθη μας τὸ πὺρ καὶ ὁ σίδηρος ὁ καταῤῥεύσας εἰς τῆς γλυκείας ἡμῶν πατρίδος τὴν καταστροφήν.
- Δ. Ν. Βρατσάνος, «Οι απάτριδες Ψαριανοί», Ο Αβδηρίτης και του διαβόλου τα πηδήματα, τεύχος 22, Σεπτέμβριος 1857, σελ. 297
- ※ με βαθύτομη ματιά στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, τὸ καθαρὸ ἀπόσταγμα τῆς ζωῆς, μέ ὅλη τὴν πι κράδα της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀμορφιά της
- Σόλων Μακρής, «Το Θέατρο», Κριτικές Αρχαίου Δράματος, 1977
- ※ Πρέπει να καταλάβει ο κύριος Τσίπρας ότι τα ψέματα τελείωσαν και ήρθε η ώρα για σοβαρές και βαθύτομες αλλαγές τόσο στο ασφαλιστικό όσο και στο φορολογικό, που να δίνουν ώθηση στην παραγωγική Ελλάδα, για να παραχθεί πλούτος που θα μοιραστεί δίκαια.
- Φίλιππος Πανταζής, Οικονόμου: «Έρχονται νέες περικοπές αν συνεχίσουμε αυτό το δρόμο», euro2day.gr, 8 Μαΐου 2016
- ※ ἐκεῖ ὅπου εἰσέτι χαίνει πληγή βαθύτομος, τὴν ὁποίαν ἤνοιξαν εἰς τὰ πατριωτικὰ στήθη μας τὸ πὺρ καὶ ὁ σίδηρος ὁ καταῤῥεύσας εἰς τῆς γλυκείας ἡμῶν πατρίδος τὴν καταστροφήν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθύτομος
|