↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθμολογημένος η βαθμολογημένη το βαθμολογημένο
      γενική του βαθμολογημένου της βαθμολογημένης του βαθμολογημένου
    αιτιατική τον βαθμολογημένο τη βαθμολογημένη το βαθμολογημένο
     κλητική βαθμολογημένε βαθμολογημένη βαθμολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθμολογημένοι οι βαθμολογημένες τα βαθμολογημένα
      γενική των βαθμολογημένων των βαθμολογημένων των βαθμολογημένων
    αιτιατική τους βαθμολογημένους τις βαθμολογημένες τα βαθμολογημένα
     κλητική βαθμολογημένοι βαθμολογημένες βαθμολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.θmo.lo.ʝiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθ‐μο‐λο‐γη‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: βα‐θμο‐λο‐γη‐μέ‐νος

βαθμολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία