Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰθεροπόρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αἰθεροπόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰθεροπόρος

  • που πορεύεται στους αιθέρες
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Compendium chronicum @catholiclibrary.org
    ὁ δὲ Φωκᾶς ὁ βασιλεὺς οὐ κατειδὼς τὰς πάγας καὶ τὰς βροχίδας τῶν βουλῶν τῶν ὑπορυσσομένων ὡς ἀετὸς ἐφέρετο πτεροῖς αἰθεροπόροις, καὶ κούφως ἠλαφρίζετο πρὸς ἀρετῆς ἀέρα.

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἰθεροπόρος τὸ αἰθεροπόρον
      γενική τοῦ/τῆς αἰθεροπόρου τοῦ αἰθεροπόρου
      δοτική τῷ/τῇ αἰθεροπόρ τῷ αἰθεροπόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν αἰθεροπόρον τὸ αἰθεροπόρον
     κλητική ! αἰθεροπόρε αἰθεροπόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἰθεροπόροι τὰ αἰθεροπόρ
      γενική τῶν αἰθεροπόρων τῶν αἰθεροπόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰθεροπόροις τοῖς αἰθεροπόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰθεροπόρους τὰ αἰθεροπόρ
     κλητική ! αἰθεροπόροι αἰθεροπόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰθεροπόρω τὼ αἰθεροπόρω
      γεν-δοτ τοῖν αἰθεροπόροιν τοῖν αἰθεροπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰθεροπόρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰθεροπόρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)