→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἰθεροδρόμος τὸ αἰθεροδρόμον
      γενική τοῦ/τῆς αἰθεροδρόμου τοῦ αἰθεροδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ αἰθεροδρόμ τῷ αἰθεροδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν αἰθεροδρόμον τὸ αἰθεροδρόμον
     κλητική ! αἰθεροδρόμε αἰθεροδρόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἰθεροδρόμοι τὰ αἰθεροδρόμ
      γενική τῶν αἰθεροδρόμων τῶν αἰθεροδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰθεροδρόμοις τοῖς αἰθεροδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰθεροδρόμους τὰ αἰθεροδρόμ
     κλητική ! αἰθεροδρόμοι αἰθεροδρόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰθεροδρόμω τὼ αἰθεροδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν αἰθεροδρόμοιν τοῖν αἰθεροδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰθεροδρόμος < αἰθήρ + δραμεῖν

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰθεροδρόμος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία