αἰθεροδρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααἰθεροδρόμος, -ος, -ον
- που σχίζει τον αέρα, που τρέχει γρήγορα στον αιθέρα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1393 (1393-1394)
- εἴδωλα πετηνῶν | αἰθεροδρόμων | οἰωνῶν ταναοδείρων—
- Ω εσείς μορφές των πετούμενων, | των αιθερόδρομων, | των μακρολαίμικων,...
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εἴδωλα πετηνῶν | αἰθεροδρόμων | οἰωνῶν ταναοδείρων—
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1393 (1393-1394)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰθεροδρόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰθεροδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.