Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχτιδωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχτιδωτ
ός
η
αχτιδωτ
ή
το
αχτιδωτ
ό
γενική
του
αχτιδωτ
ού
της
αχτιδωτ
ής
του
αχτιδωτ
ού
αιτιατική
τον
αχτιδωτ
ό
την
αχτιδωτ
ή
το
αχτιδωτ
ό
κλητική
αχτιδωτ
έ
αχτιδωτ
ή
αχτιδωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχτιδωτ
οί
οι
αχτιδωτ
ές
τα
αχτιδωτ
ά
γενική
των
αχτιδωτ
ών
των
αχτιδωτ
ών
των
αχτιδωτ
ών
αιτιατική
τους
αχτιδωτ
ούς
τις
αχτιδωτ
ές
τα
αχτιδωτ
ά
κλητική
αχτιδωτ
οί
αχτιδωτ
ές
αχτιδωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχτιδωτός
<
αχτίδα
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
αχτιδωτός
άλλη μορφή
του
ακτινωτός
Συγγενικά
επεξεργασία
αχτιδωτά
→
δείτε
τις λέξεις
αχτίδα
και
ακτίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχτιδωτός
→
δείτε
τη λέξη
ακτινωτός