αχρείαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αχρείαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αχρείαστος, -η, -ο
- που δεν είναι αναγκαίος ή χρήσιμος
- (κυρίως σε εκφράσεις όπως: αχρείαστος να 'ναι) που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί
- δεν παίρνεις καλού κακού και κάνα φράγκο μαζί σου; Αχρείαστο να 'ναι...
Αντώνυμα
επεξεργασία- χρειαζούμενος (προφορικό)