Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρείαστος η αχρείαστη το αχρείαστο
      γενική του αχρείαστου της αχρείαστης του αχρείαστου
    αιτιατική τον αχρείαστο την αχρείαστη το αχρείαστο
     κλητική αχρείαστε αχρείαστη αχρείαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρείαστοι οι αχρείαστες τα αχρείαστα
      γενική των αχρείαστων των αχρείαστων των αχρείαστων
    αιτιατική τους αχρείαστους τις αχρείαστες τα αχρείαστα
     κλητική αχρείαστοι αχρείαστες αχρείαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρείαστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αχρείαστος, -η, -ο

  1. που δεν είναι αναγκαίος ή χρήσιμος
  2. (κυρίως σε εκφράσεις όπως: αχρείαστος να 'ναι) που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί
    δεν παίρνεις καλού κακού και κάνα φράγκο μαζί σου; Αχρείαστο να 'ναι...

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία