Δείτε επίσης: ἀχαράκωτος, αχάρακτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαράκωτος η αχαράκωτη το αχαράκωτο
      γενική του αχαράκωτου της αχαράκωτης του αχαράκωτου
    αιτιατική τον αχαράκωτο την αχαράκωτη το αχαράκωτο
     κλητική αχαράκωτε αχαράκωτη αχαράκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαράκωτοι οι αχαράκωτες τα αχαράκωτα
      γενική των αχαράκωτων των αχαράκωτων των αχαράκωτων
    αιτιατική τους αχαράκωτους τις αχαράκωτες τα αχαράκωτα
     κλητική αχαράκωτοι αχαράκωτες αχαράκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαράκωτος < α- + χαρακώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αχαράκωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία