↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρακωμένος η χαρακωμένη το χαρακωμένο
      γενική του χαρακωμένου της χαρακωμένης του χαρακωμένου
    αιτιατική τον χαρακωμένο τη χαρακωμένη το χαρακωμένο
     κλητική χαρακωμένε χαρακωμένη χαρακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρακωμένοι οι χαρακωμένες τα χαρακωμένα
      γενική των χαρακωμένων των χαρακωμένων των χαρακωμένων
    αιτιατική τους χαρακωμένους τις χαρακωμένες τα χαρακωμένα
     κλητική χαρακωμένοι χαρακωμένες χαρακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρακωμένος < λείπει η ετυμολογία

χαρακωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία