Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαρακωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαρακωμέν
ος
η
χαρακωμέν
η
το
χαρακωμέν
ο
γενική
του
χαρακωμέν
ου
της
χαρακωμέν
ης
του
χαρακωμέν
ου
αιτιατική
τον
χαρακωμέν
ο
τη
χαρακωμέν
η
το
χαρακωμέν
ο
κλητική
χαρακωμέν
ε
χαρακωμέν
η
χαρακωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαρακωμέν
οι
οι
χαρακωμέν
ες
τα
χαρακωμέν
α
γενική
των
χαρακωμέν
ων
των
χαρακωμέν
ων
των
χαρακωμέν
ων
αιτιατική
τους
χαρακωμέν
ους
τις
χαρακωμέν
ες
τα
χαρακωμέν
α
κλητική
χαρακωμέν
οι
χαρακωμέν
ες
χαρακωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαρακωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
χαρακωμένος, -η, -ο
που έχει
χαρακωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαρακωμένος