Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφηνιασμός οι αφηνιασμοί
      γενική του αφηνιασμού των αφηνιασμών
    αιτιατική τον αφηνιασμό τους αφηνιασμούς
     κλητική αφηνιασμέ αφηνιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηνιασμός < (ελληνιστική κοινήἀφηνιασμός < ἀφηνιάζω < ἀπό + αρχαία ελληνική ἡνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφηνιασμός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
     συνώνυμα: αποχαλίνωση, μανία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ηνίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία