αφηνιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφηνιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀφηνιασμός < ἀφηνιάζω < ἀπό + αρχαία ελληνική ἡνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφηνιασμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηνιάζω
- ≈ συνώνυμα: αποχαλίνωση, μανία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ηνίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφηνιασμός
|