αυτοφωτογράφιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοφωτογράφιση | οι | αυτοφωτογραφίσεις |
γενική | της | αυτοφωτογράφισης | των | αυτοφωτογραφίσεων |
αιτιατική | την | αυτοφωτογράφιση | τις | αυτοφωτογραφίσεις |
κλητική | αυτοφωτογράφιση | αυτοφωτογραφίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοφωτογράφιση < αυτο- + φωτογράφιση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική selfie)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοφωτογράφιση θηλυκό
- (φωτογραφία, νεολογισμός) σέλφι, φωτογραφικό αυτοπορτρέτο
- ※ Μετά την αυτοφωτογράφιση (γνωστή και ως «selfie»), που πραγματοποίησε με ομάδα εφήβων, και στη συνέχεια ανέβασε στο Facebook αποσπώντας χιλιάδες «like» και «shares» από το κοινό, ο πιο απρόβλεπτος Πάπας στη Ιστορία, συνέχισε να εξερευνά τις συνήθειες της νεολαίας. (@protagon.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αυτοφωτογραφίζομαι
- → δείτε τις λέξεις φωτογραφία, αυτό, φως και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοφωτογράφιση
|
Πηγές
επεξεργασία- αυτοφωτογράφιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)