Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
selfie selfies

  Ετυμολογία επεξεργασία

selfie (νεολογισμός) < self + -ie

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsɛl.fi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

selfie (en)

  • σέλφι
    ※  2022 - Matthew Syed, "As we inwardly curate our cosy truths, there’s a world outside in trouble", article@thetimes, The Times 2022.11.26.
    At one point we took photos to remember events or vistas. Now we take “selfies”: apparently no scene is considered worthy unless we are in it.
    Κάποτε παίρναμε φωτογραφίες για να θυμόμαστε γεγονότα ή σκηνές. Τώρα παίρνουμε σέλφι: Προφανώς δεν θεωρούμε καμία σκηνή άξια λόγου αν δεν είμαστε κι εμείς σ' αυτήν.
    (Μετάφραση:Το Βικιλεξικό / Ελληνική απόδοση @amna.gr)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • λέξη των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα και λέξη της χρονιάς για το 2013, όπως ανακηρύχθηκε από τα Oxford Dictionaries