Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέλφι < (άμεσο δάνειο) αγγλική selfie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέλφι θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

  1. (νεολογισμός) η φωτογραφία που βγάζει κάποιος τον εαυτό του, πολλές φορές μέσα από έναν καθρέφτη, με το κινητό του ή άλλη φωτογραφική μηχανή
    ※ Μετά τα φωτογραφικά αυτοπορτρέτα των διασήμων, γνωστά ως σέλφι (selfie), που έχουν κατακλύσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σειρά πήραν τα «άσι» (usie). Με πρώτο συνθετικό το «εμείς», τα usie δεν είναι τίποτε άλλο από διπλά σέλφι στα οποία διάσημα και πολύ ερωτευμένα ζευγάρια ποζάρουν και αυτοφωτογραφίζονται μαζί σε εικόνες για το facebook, το twitter και το instagram. (*)
  2. (νεολογισμός) η διαδικασία της παραπάνω φωτογράφισης και η ανάρτησή της σε κοινωνικά δίκτυα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία