σελφίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σελφίτιδα, (νεολογισμός) του 21ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική selfitis < selfie < self + -ίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελφίτιδα θηλυκό
- (προφορικό, ψυχιατρική) ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται με τη μανία να βγάζει κάποιος σέλφι και να την ανεβάζει στα κοινωνικά δίκτυα
- ※ Σελφίτιδα! - Κι όμως, η μανία με τις selfies είναι ψυχική διαταραχή σύμφωνα με νέα μελέτη (LIFOTEAM 17.12.2017 Πηγή: www.lifo.gr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σέλφι