Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελφίτιδα οι σελφίτιδες
      γενική της σελφίτιδας των σελφίτιδων
    αιτιατική τη σελφίτιδα τις σελφίτιδες
     κλητική σελφίτιδα σελφίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελφίτιδα, (νεολογισμός) του 21ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική selfitis < selfie < self + -ίτιδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελφίτιδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία