Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοοικολογία οι αυτοοικολογίες
      γενική της αυτοοικολογίας των αυτοοικολογιών
    αιτιατική την αυτοοικολογία τις αυτοοικολογίες
     κλητική αυτοοικολογία αυτοοικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοοικολογία < αυτο- + οικολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοοικολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία