Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδικία οι αυτοδικίες
      γενική της αυτοδικίας των αυτοδικιών
    αιτιατική την αυτοδικία τις αυτοδικίες
     κλητική αυτοδικία αυτοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδικία < αυτοδικ(ώ) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοδικία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) επιδίωξη αποκατάστασης αδίκου παρακάμπτοντας την νόμιμη δικαστική οδό
  2. (νομικός όρος) η απ’ ευθείας τιμωρία του αδικήσαντος από τον αδικημένο χωρίς προηγούμενη προσφυγή στην αρμόδια αρχή
    η αυτοδικία, αν και προβάλλεται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη (Μωσαϊκός νόμος), σήμερα αντιμετωπίζεται ως πράξη κολάσιμη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία