αυτοδικία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοδικία < αυτοδικ(ώ) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) επιδίωξη αποκατάστασης αδίκου παρακάμπτοντας την νόμιμη δικαστική οδό
- (νομικός όρος) η απ’ ευθείας τιμωρία του αδικήσαντος από τον αδικημένο χωρίς προηγούμενη προσφυγή στην αρμόδια αρχή
- η αυτοδικία, αν και προβάλλεται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη (Μωσαϊκός νόμος), σήμερα αντιμετωπίζεται ως πράξη κολάσιμη
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδικία