↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιαγνωστικός η αυτοδιαγνωστική το αυτοδιαγνωστικό
      γενική του αυτοδιαγνωστικού της αυτοδιαγνωστικής του αυτοδιαγνωστικού
    αιτιατική τον αυτοδιαγνωστικό την αυτοδιαγνωστική το αυτοδιαγνωστικό
     κλητική αυτοδιαγνωστικέ αυτοδιαγνωστική αυτοδιαγνωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιαγνωστικοί οι αυτοδιαγνωστικές τα αυτοδιαγνωστικά
      γενική των αυτοδιαγνωστικών των αυτοδιαγνωστικών των αυτοδιαγνωστικών
    αιτιατική τους αυτοδιαγνωστικούς τις αυτοδιαγνωστικές τα αυτοδιαγνωστικά
     κλητική αυτοδιαγνωστικοί αυτοδιαγνωστικές αυτοδιαγνωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοδιαγνωστικός < αυτοδιάγνωσ(η) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + διαγνωστικός < δια- + γνωστικός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.ði̯a.ɣno.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐δι‐α‐γνω‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτοδιαγνωστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αυτοδιάγνωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)