Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατηγάνιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατηγάνιστ
ος
η
ατηγάνιστ
η
το
ατηγάνιστ
ο
γενική
του
ατηγάνιστ
ου
της
ατηγάνιστ
ης
του
ατηγάνιστ
ου
αιτιατική
τον
ατηγάνιστ
ο
την
ατηγάνιστ
η
το
ατηγάνιστ
ο
κλητική
ατηγάνιστ
ε
ατηγάνιστ
η
ατηγάνιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατηγάνιστ
οι
οι
ατηγάνιστ
ες
τα
ατηγάνιστ
α
γενική
των
ατηγάνιστ
ων
των
ατηγάνιστ
ων
των
ατηγάνιστ
ων
αιτιατική
τους
ατηγάνιστ
ους
τις
ατηγάνιστ
ες
τα
ατηγάνιστ
α
κλητική
ατηγάνιστ
οι
ατηγάνιστ
ες
ατηγάνιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατηγάνιστος
<
α
+
τηγανίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ατηγάνιστος, -η, -ο
που δεν έχει
τηγανιστεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ατηγάνητος
Αντώνυμα
επεξεργασία
τηγανητός
τηγανισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τηγανίζω
και
τηγάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατηγάνιστος
αγγλικά
:
unfried
(en)