ατηγάνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατηγάνητος < ατηγάνιστος με επιρροή απ’ το τηγανητός
Επίθετο επεξεργασία
ατηγάνητος, -η, -ο
- που δεν έχει τηγανιστεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατηγάνητος
|