ατέρμαντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατέρμαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀτέρμαντος < ἀ- (στερητικό) + τέρμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a'ter.ma.(ⁿ)dos/
Επίθετο επεξεργασία
ατέρμαντος, -η, -ο
- που δεν έχει τέρμα, ατελείωτος
- ※ Κι ὅμως, τό νιώθω τό νερό, πού ἀμίλητο κυλάει / γι' ἀκρογιαλιές ἀτέρμαντες, στοῦ ἀπείρου τήν ψυχή. (Ζαμπέλ Σιμπύλ, Στη Θάλασσα. Μετάφραση: Κούλης Αλέπης στην Αρμενική Ανθολογία)