Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασχετοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ασχετοσύν
η
οι
ασχετοσύν
ες
γενική
της
ασχετοσύν
ης
των
ασχετοσυν
ών
αιτιατική
την
ασχετοσύν
η
τις
ασχετοσύν
ες
κλητική
ασχετοσύν
η
ασχετοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασχετοσύνη
<
άσχετος
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασχετοσύνη
θηλυκό
(
προφορικό
) πλήρης
άγνοια
ενός
θέματος
Συνώνυμα
επεξεργασία
άγνοια
αμάθεια
ασχετίλα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άσχετος
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασχετοσύνη
αγγλικά
:
ignorance
(en)
γαλλικά
:
nullité
(fr)