αστροφωτογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστροφωτογράφος < αστρο- + φωτογράφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.stɾo.fo.toˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐φω‐το‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστροφωτογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, νεολογισμός, αστρονομία, φωτογραφία) φωτογράφος που ειδικεύεται στη λήψη φωτογραφιών ουρανίων αντικειμένων
- ※ Μία ισχυρή ηλιακή έκρηξη φέρεται να κατέγραψε ο Α. Μ., ένας ενθουσιώδης αστροφωτογράφος, από το σπίτι του στην Καλιφόρνια. (Αμερικανός αστροφωτογράφος κατέγραψε ηλιακή έκρηξη από το σπίτι του, lifo.gr, 2 Δεκεμβρίου 2020)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστροφωτογράφος
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr