Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασπρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασπρισμέν
ος
η
ασπρισμέν
η
το
ασπρισμέν
ο
γενική
του
ασπρισμέν
ου
της
ασπρισμέν
ης
του
ασπρισμέν
ου
αιτιατική
τον
ασπρισμέν
ο
την
ασπρισμέν
η
το
ασπρισμέν
ο
κλητική
ασπρισμέν
ε
ασπρισμέν
η
ασπρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασπρισμέν
οι
οι
ασπρισμέν
ες
τα
ασπρισμέν
α
γενική
των
ασπρισμέν
ων
των
ασπρισμέν
ων
των
ασπρισμέν
ων
αιτιατική
τους
ασπρισμέν
ους
τις
ασπρισμέν
ες
τα
ασπρισμέν
α
κλητική
ασπρισμέν
οι
ασπρισμέν
ες
ασπρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ασπρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασπρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασπρισμένος
γαλλικά
:
blanchi
(fr)