ασεισμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασεισμικός, -ή, -ό
- που δεν παρουσιάζει σεισμική δραστηριότητα, που δεν υπάρχει πιθανότητα να εκδηλώσει σεισμό
- ασεισμικές περιοχές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασεισμικός
|