↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασεισμικός η ασεισμική το ασεισμικό
      γενική του ασεισμικού της ασεισμικής του ασεισμικού
    αιτιατική τον ασεισμικό την ασεισμική το ασεισμικό
     κλητική ασεισμικέ ασεισμική ασεισμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασεισμικοί οι ασεισμικές τα ασεισμικά
      γενική των ασεισμικών των ασεισμικών των ασεισμικών
    αιτιατική τους ασεισμικούς τις ασεισμικές τα ασεισμικά
     κλητική ασεισμικοί ασεισμικές ασεισμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασεισμικός < α- (στερητικό) + σεισμ- (< σεισμός) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ασεισμικός, -ή, -ό

  • που δεν παρουσιάζει σεισμική δραστηριότητα, που δεν υπάρχει πιθανότητα να εκδηλώσει σεισμό
ασεισμικές περιοχές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία