↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμοπαθής η σεισμοπαθής το σεισμοπαθές
      γενική του σεισμοπαθούς* της σεισμοπαθούς του σεισμοπαθούς
    αιτιατική τον σεισμοπαθή τη σεισμοπαθή το σεισμοπαθές
     κλητική σεισμοπαθή(ς) σεισμοπαθής σεισμοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμοπαθείς οι σεισμοπαθείς τα σεισμοπαθή
      γενική των σεισμοπαθών των σεισμοπαθών των σεισμοπαθών
    αιτιατική τους σεισμοπαθείς τις σεισμοπαθείς τα σεισμοπαθή
     κλητική σεισμοπαθείς σεισμοπαθείς σεισμοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεισμοπαθής < σεισμός + -παθής (< πάσχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

σεισμοπαθής, -ής, -ές

  • (για περιοχή) που πλήττεται συχνά από σεισμούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία