άσειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσειστος | η | άσειστη | το | άσειστο |
γενική | του | άσειστου | της | άσειστης | του | άσειστου |
αιτιατική | τον | άσειστο | την | άσειστη | το | άσειστο |
κλητική | άσειστε | άσειστη | άσειστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσειστοι | οι | άσειστες | τα | άσειστα |
γενική | των | άσειστων | των | άσειστων | των | άσειστων |
αιτιατική | τους | άσειστους | τις | άσειστες | τα | άσειστα |
κλητική | άσειστοι | άσειστες | άσειστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσειστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάσειστος
- ασάλευτος, που δε σείεται
- μη ευπαθής σε σεισμούς, ασεισμικός
η γη τής Αττικής ήταν άσειστη έως τώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσειστος
|