Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασαλάγητος η ασαλάγητη το ασαλάγητο
      γενική του ασαλάγητου της ασαλάγητης του ασαλάγητου
    αιτιατική τον ασαλάγητο την ασαλάγητη το ασαλάγητο
     κλητική ασαλάγητε ασαλάγητη ασαλάγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασαλάγητοι οι ασαλάγητες τα ασαλάγητα
      γενική των ασαλάγητων των ασαλάγητων των ασαλάγητων
    αιτιατική τους ασαλάγητους τις ασαλάγητες τα ασαλάγητα
     κλητική ασαλάγητοι ασαλάγητες ασαλάγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασαλάγητος < α- στερητικό + *σαλαγητός[1] (σαλαγ(άω) + -ητος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.saˈla.ʝi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σα‐λά‐γη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασαλάγητος

  • (δημοτική, για κοπάδια) που δεν τον έχουν σαλαγήσει
    Aσαλάγητα και νηστικά τα 'χεις ακόμα τα πρόβατα; Πότε θα πάνε στη στάνη;
    τα πρόβατά του γύρισαν στη στάνη ασαλάγητα· βόηθησε το τσοπανόσκυλο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ασαλάγιαστος (και με ποικίλες προφορές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασαλάγητοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

  Πηγές επεξεργασία