ασαλάγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.saˈla.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σα‐λά‐γη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ασαλάγητος
- (δημοτική, για κοπάδια) που δεν τον έχουν σαλαγήσει
- —Aσαλάγητα και νηστικά τα 'χεις ακόμα τα πρόβατα; Πότε θα πάνε στη στάνη;
- τα πρόβατά του γύρισαν στη στάνη ασαλάγητα· βόηθησε το τσοπανόσκυλο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ασαλάγιαστος (και με ποικίλες προφορές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας)
Συνώνυμα επεξεργασία
- ασκάριστος (δείτε και σκαρίζω)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασαλάγητος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ασαλάγητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .