σκαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασκαρίζω
- (μεταβατικό) βγάζω τα πρόβατα ενώ είναι νύχτα, για νυχτερινή βοσκή ή νωρίς το πρωί
- (αμετάβατο) (για κοπάδι) βγαίνω για βοσκή ενώ είναι νύχτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαρίζω | σκάριζα | θα σκαρίζω | να σκαρίζω | σκαρίζοντας | |
β' ενικ. | σκαρίζεις | σκάριζες | θα σκαρίζεις | να σκαρίζεις | σκάριζε | |
γ' ενικ. | σκαρίζει | σκάριζε | θα σκαρίζει | να σκαρίζει | ||
α' πληθ. | σκαρίζουμε | σκαρίζαμε | θα σκαρίζουμε | να σκαρίζουμε | ||
β' πληθ. | σκαρίζετε | σκαρίζατε | θα σκαρίζετε | να σκαρίζετε | σκαρίζετε | |
γ' πληθ. | σκαρίζουν(ε) | σκάριζαν σκαρίζαν(ε) |
θα σκαρίζουν(ε) | να σκαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκάρισα | θα σκαρίσω | να σκαρίσω | σκαρίσει | ||
β' ενικ. | σκάρισες | θα σκαρίσεις | να σκαρίσεις | σκάρισε | ||
γ' ενικ. | σκάρισε | θα σκαρίσει | να σκαρίσει | |||
α' πληθ. | σκαρίσαμε | θα σκαρίσουμε | να σκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | σκαρίσατε | θα σκαρίσετε | να σκαρίσετε | σκαρίστε | ||
γ' πληθ. | σκάρισαν σκαρίσαν(ε) |
θα σκαρίσουν(ε) | να σκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαρίσει | είχα σκαρίσει | θα έχω σκαρίσει | να έχω σκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαρίσει | είχες σκαρίσει | θα έχεις σκαρίσει | να έχεις σκαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκαρίσει | είχε σκαρίσει | θα έχει σκαρίσει | να έχει σκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαρίσει | είχαμε σκαρίσει | θα έχουμε σκαρίσει | να έχουμε σκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαρίσει | είχατε σκαρίσει | θα έχετε σκαρίσει | να έχετε σκαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαρίσει | είχαν σκαρίσει | θα έχουν σκαρίσει | να έχουν σκαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαρίζω
|