ασίκικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασίκικος | η | ασίκικη | το | ασίκικο |
γενική | του | ασίκικου | της | ασίκικης | του | ασίκικου |
αιτιατική | τον | ασίκικο | την | ασίκικη | το | ασίκικο |
κλητική | ασίκικε | ασίκικη | ασίκικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασίκικοι | οι | ασίκικες | τα | ασίκικα |
γενική | των | ασίκικων | των | ασίκικων | των | ασίκικων |
αιτιατική | τους | ασίκικους | τις | ασίκικες | τα | ασίκικα |
κλητική | ασίκικοι | ασίκικες | ασίκικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασίκικος < από το τουρκικό âşik
Επίθετο
επεξεργασίαασίκικος -η, -ο