ασικλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασικλίκι | τα | ασικλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ασικλίκι | τα | ασικλίκια |
κλητική | ασικλίκι | ασικλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασικλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική aşıklık [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασικλίκι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασικλίκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ασικλίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας