Δείτε επίσης: Ασίκης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασίκης οι ασίκηδες
      γενική του ασίκη των ασίκηδων
    αιτιατική τον ασίκη τους ασίκηδες
     κλητική ασίκη ασίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική aşιk [1] < αραβική عاشق (āşik, «εραστής»)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασίκης αρσενικό (θηλυκό ασίκισσα)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασίκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 26.