↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρωμάτισός οι αρωμάτισοί
      γενική του αρωμάτισού των αρωμάτισών
    αιτιατική τον αρωμάτισό τους αρωμάτισούς
     κλητική αρωμάτισέ αρωμάτισοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρωμάτισμα < μεσαιωνική ελληνική αρωμάτισμα[1] < ελληνιστική κοινή ἀρωματίζω < αρχαία ελληνική ἄρωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aromatisation ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aromatization)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρωμάτισμα αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ἀρωμάτισμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)