αρωμάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρωμάτισμα < μεσαιωνική ελληνική αρωμάτισμα[1] < ελληνιστική κοινή ἀρωματίζω < αρχαία ελληνική ἄρωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aromatisation ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aromatization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρωμάτισμα αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού αρωματίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρωμάτισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- αρωμάτισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρωματισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρωμάτισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ ἀρωμάτισμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)