Ετυμολογία

επεξεργασία
αρωματίζω < λείπει η ετυμολογία

αρωματίζω

  1. κάνω κάτι να ευωδιάζει
  2. επαλείφω με άρωμα


  Μεταφράσεις

επεξεργασία