αρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρωματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααρωματίζω
- κάνω κάτι να ευωδιάζει
- επαλείφω με άρωμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρωματίζω | αρωμάτιζα | θα αρωματίζω | να αρωματίζω | αρωματίζοντας | |
β' ενικ. | αρωματίζεις | αρωμάτιζες | θα αρωματίζεις | να αρωματίζεις | αρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | αρωματίζει | αρωμάτιζε | θα αρωματίζει | να αρωματίζει | ||
α' πληθ. | αρωματίζουμε | αρωματίζαμε | θα αρωματίζουμε | να αρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | αρωματίζετε | αρωματίζατε | θα αρωματίζετε | να αρωματίζετε | αρωματίζετε | |
γ' πληθ. | αρωματίζουν(ε) | αρωμάτιζαν αρωματίζαν(ε) |
θα αρωματίζουν(ε) | να αρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρωμάτισα | θα αρωματίσω | να αρωματίσω | αρωματίσει | ||
β' ενικ. | αρωμάτισες | θα αρωματίσεις | να αρωματίσεις | αρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | αρωμάτισε | θα αρωματίσει | να αρωματίσει | |||
α' πληθ. | αρωματίσαμε | θα αρωματίσουμε | να αρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | αρωματίσατε | θα αρωματίσετε | να αρωματίσετε | αρωματίστε | ||
γ' πληθ. | αρωμάτισαν αρωματίσαν(ε) |
θα αρωματίσουν(ε) | να αρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρωματίσει | είχα αρωματίσει | θα έχω αρωματίσει | να έχω αρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρωματίσει | είχες αρωματίσει | θα έχεις αρωματίσει | να έχεις αρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρωματίσει | είχε αρωματίσει | θα έχει αρωματίσει | να έχει αρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρωματίσει | είχαμε αρωματίσει | θα έχουμε αρωματίσει | να έχουμε αρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρωματίσει | είχατε αρωματίσει | θα έχετε αρωματίσει | να έχετε αρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρωματίσει | είχαν αρωματίσει | θα έχουν αρωματίσει | να έχουν αρωματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρωματίζω