Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aromatisation aromatisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aromatisation (fr) θηλυκό

  1. η προσθήκη αρώματος
  2. η μετατροπή σε άρωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη arôme