Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ʁoːm/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arôme arômes

arôme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία