Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aromatisant
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
aromatisant
aromatisants
Ουσιαστικό
επεξεργασία
aromatisant
(fr)
αρσενικό
αρωματική
ουσία για τα
εδέσματα
ή τα
φάρμακα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
arôme