αρχοντόσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.xonˈdo.spi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντό‐σπι‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχοντόσπιτο ουδέτερο
- σπίτι μεγάλο, με πολλές ανέσεις
- ⮡ ζει σ' ένα αρχοντόσπιτο, δίπατο, στη μέση του χωριού, μ' ένα σωρό δωμάτια, τρία μπαλκόνια και υποστατικό
- ≈ συνώνυμα: αρχοντικό, πλουσιόσπιτο
- (μεταφορικά) πλούσια οικογένεια ή αρχοντική γενιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχοντόσπιτο
|
Πηγές
επεξεργασία- αρχοντόσπιτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας