αρχαιόφωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική archéophone < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος (< ἀρχή) + φωνή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιόφωνο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιόφωνο