αρχαιρεσιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιρεσιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχαιρεσιακός. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαιρεσί(ες) + -ακός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.ɾe.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ρε‐σι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αρχαιρεσιακός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με αρχαιρεσίες ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αρχαιρεσίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιρεσιακός
|
Πηγές επεξεργασία
- αρχαιρεσιακός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)