αρχαιρεσίες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αρχαιρεσίες | ||
γενική | των | αρχαιρεσιών | ||
αιτιατική | τις | αρχαιρεσίες | ||
κλητική | αρχαιρεσίες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχαιρεσίες < αρχαία ελληνική ἀρχαιρεσία < ἀρχι- + αἱρέομαι / αἱροῦμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαιρεσίες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό