ἀρχαιρεσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρχαιρεσίᾱ | αἱ | ἀρχαιρεσίαι |
γενική | τῆς | ἀρχαιρεσίᾱς | τῶν | ἀρχαιρεσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀρχαιρεσίᾳ | ταῖς | ἀρχαιρεσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀρχαιρεσίᾱν | τὰς | ἀρχαιρεσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀρχαιρεσίᾱ | ἀρχαιρεσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχαιρεσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχαιρεσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀρχαιρεσία θηλυκό