Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιοαστρονομικός η αρχαιοαστρονομική το αρχαιοαστρονομικό
      γενική του αρχαιοαστρονομικού της αρχαιοαστρονομικής του αρχαιοαστρονομικού
    αιτιατική τον αρχαιοαστρονομικό την αρχαιοαστρονομική το αρχαιοαστρονομικό
     κλητική αρχαιοαστρονομικέ αρχαιοαστρονομική αρχαιοαστρονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιοαστρονομικοί οι αρχαιοαστρονομικές τα αρχαιοαστρονομικά
      γενική των αρχαιοαστρονομικών των αρχαιοαστρονομικών των αρχαιοαστρονομικών
    αιτιατική τους αρχαιοαστρονομικούς τις αρχαιοαστρονομικές τα αρχαιοαστρονομικά
     κλητική αρχαιοαστρονομικοί αρχαιοαστρονομικές αρχαιοαστρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιοαστρονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική archaeoastronomical < archaeastronomy < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + ἀστήρ + -νομία < νέμω

  Επίθετο επεξεργασία

αρχαιοαστρονομικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία