Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχίγραμμα τα αρχιγράμματα
      γενική του αρχιγράμματος των αρχιγραμμάτων
    αιτιατική το αρχίγραμμα τα αρχιγράμματα
     κλητική αρχίγραμμα αρχιγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχίγραμμα < αρχι- + γράμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχίγραμμα ουδέτερο

  • το αρχικό γράμμα ενός γραπτού κειμένου που εμφανίζεται με μεγαλύτερο μέγεθος από τα υπόλοιπα και συχνά με διαφορετική γραμματοσειρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία