αρχίγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχίγραμμα < αρχι- + γράμμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lettrine[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχίγραμμα ουδέτερο
- (τυπογραφία) το αρχικό γράμμα ενός γραπτού κειμένου, που εμφανίζεται με μεγαλύτερο μέγεθος από τα υπόλοιπα και συχνά με διαφορετική γραμματοσειρά και περίτεχνη διακόσμηση
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ αρχίγραμμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)