λετρίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λετρίνα | οι | λετρίνες |
γενική | της | λετρίνας | των | λετρίνων |
αιτιατική | τη | λετρίνα | τις | λετρίνες |
κλητική | λετρίνα | λετρίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλετρίνα θηλυκό
- (τυπογραφία) το αρχίγραμμα
- (σπάνιο, καταχρηστικά) τουαλέτα (ή λατρίνα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λετρίνα
|