αρμενοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρμενοειδής | η | αρμενοειδής | το | αρμενοειδές |
γενική | του | αρμενοειδούς* | της | αρμενοειδούς | του | αρμενοειδούς |
αιτιατική | τον | αρμενοειδή | την | αρμενοειδή | το | αρμενοειδές |
κλητική | αρμενοειδή(ς) | αρμενοειδής | αρμενοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρμενοειδείς | οι | αρμενοειδείς | τα | αρμενοειδή |
γενική | των | αρμενοειδών | των | αρμενοειδών | των | αρμενοειδών |
αιτιατική | τους | αρμενοειδείς | τις | αρμενοειδείς | τα | αρμενοειδή |
κλητική | αρμενοειδείς | αρμενοειδείς | αρμενοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.me.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίααρμενοειδής, -ής, -ές
- που έχει χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υποφυλής ανατολικά των Άλπεων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αρμενοειδής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας