Ετυμολογία

επεξεργασία
αρμενο- < Αρμεν(ία) + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

αρμενο- ή αρμενό-

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία