αρμανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.maˈno.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μα‐νό‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίααρμανόφωνος, -η, -ο
- (νεολογισμός) (λόγιο) που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα αρμάνικα
- ⮡ αρμανόφωνοι πληθυσμοί των Βαλκανίων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρμανόφωνος
|